- πολυκύματος
- πολυ-κύμᾰτος [pron. full] [κῡ], ον,A swelling with many waves, Id.s.v. ἀκύμονος (πολυκαμ-cod.), EM545.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκύματος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύματος (< κῦμα, κύματος), πρβλ. α κύματος] … Dictionary of Greek
πολυκύματον — πολυκύ̱ματον , πολυκύματος swelling with many waves masc/fem acc sg πολυκύ̱ματον , πολυκύματος swelling with many waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυκυμάτου — πολυκῡμάτου , πολυκύματος swelling with many waves masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)